- Δαυλίας
- Δαυλίᾱς , ΔαυλίαDaulisfem acc plΔαυλίᾱς , ΔαυλίαDaulisfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαυλιάς — woman of Daulis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαυλιάδα — Δαυλιάς woman of Daulis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДАВЛИДА — • Daulis, Δαυλίς, н. Давлия, город в Фокиде на пути от Орхомена в Дельфы, построенный амфитеатром на восточном скате горы Парнаса, с киклопским замком, куда древнее предание переносило миф о Терее, Прокне и Филомеле (называемой… … Реальный словарь классических древностей
αιμακουρίες ή αιμακορίες — Πανάρχαιο ελληνικό έθιμο που είχε σχέση με τη λατρεία των νεκρών, κατά το οποίο γινόταν προσφορά αίματος στους τάφους επιφανών ηρώων. Στους τάφους αυτούς υπήρχε άνοιγμα από το οποίο άφηναν να ρεύσει το αίμα της προσφοράς έως τον νεκρό. Η… … Dictionary of Greek